λεξικολογία

λεξικολογία
η
1. η επιστήμη που εξετάζει τις λέξεις από ετυμολογική, ιστορική, σημασιολογική και συντακτική άποψη
2. πραγματεία λεξικολογικού περιεχομένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Σπυρ. Κ. Παπαγεωργίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • λεξικολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεξικολογία. επίρρ... λεξικολογικώς και ά με λεξικολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ευστάθιο Σταθόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • λεξικολόγος — ο, η αυτός που ασχολείται με τη λεξικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικός + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Νικ. Χ. Αμβράζη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”